βρυχῶμαι

βρυχῶμαι
βρυχάομαι
roar
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
βρυχάομαι
roar
pres ind mp 1st sg
βρυχάομαι
roar
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρυχώμαι — βρυχώμαι, βρυχήθηκα βλ. πίν. 61 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρυχώμαι — βλ. βρυχιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… …   Dictionary of Greek

  • αναβρυχώμαι — ἀναβρυχῶμαι ( άομαι) (Α) βρυχώμαι δυνατά, μουγγρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βρυχῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • επιβρυχώμαι — ἐπιβρυχῶμαι, άομαι (AM) βρυχώμαι, μουγκρίζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρυχώμαι «μουγκρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περιβρυχώμαι — άομαι, Α (για άγρια ζώα) βρυχώμαι ολόγυρα, μουγκρίζω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρυχῶμαι «ωρύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • υποβρυχώμαι — άομαι, Α 1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά 2. ανασαίνω βαριά από οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχω — Α πιθ. βρυχώμαι σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρύχω «βρυχώμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”